6. σχόλιο στὴν Κυριακὴ τῆς Κρίσεως (Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω)


Πολλοὶ καλοπροαίρετοι θεολόγοι ἐπισημαίνουν ὅτι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, τὸ μόνο ὅπου ὁ Ἰησοὺς μιλᾶ τόσο ξεκάθαρα γιὰ τὴν Τελικὴ Κρίση, εἶναι ἕνα εὐαγγέλιο ποὺ ἀναδεικνύει τὴν ἔμπρακτη προσωπικὴ ἠθικὴ εὐθύνη τῆς ἀγάπης βάζοντας στὸ περιθώριο τῆς αἰωνιότητας τὴν ἀφηρημένη θρησκευτικότητα. καλῶς. εἶναι κι αὐτὴ μιὰ τίμια συνειδησιακὴ στάση——καὶ ἀρκετὰ τολμηρὴ θἄλεγα, ἀφοῦ τολμᾶ νὰ ἀναδείξη τὴν ὑποκρισία τῆς θρησκευτικῆς ἠθικῆς ἐνώπιον τοῦ θρησκευόμενου κοινοῦ τῶν ἀκροατῶν τους. ὅμως θὰ μοῦ συγχωρήσουν νὰ πῶ ὅτι ἡ ἀνάγνωση αὐτὴ εἶναι λειψή, ἂν ὄχι παραπλανητική, τουλάχιστον κρινόμενη κατὰ τὸ ἀποτέλεσμά της. θὰ προσπαθήσω ἀμέσως νὰ δείξω γιατί.



Τὸ εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα λέει ἐπὶ λέξει (καὶ μάλιστα δύο φόρες σὲ ἀντιστικτικὴ ἐπανάληψη):





ἐφ’ ὅσον [οὐκ] ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, [οὐδὲ] ἐμοὶ ἐποιήσατε. [Μθ.25:40&45]





ἂν μετὰ τῶν ἐλαχίστων εἶχε μπεῖ ἡ τελεία τὰ πράγματα θὰ ἦταν σχετικὰ ἁπλὰ καὶ θὰ δικαιωνόταν ἡ παραπάνω θεολογικὴ ἀνάγνωση. ὅμως αὐτὸ τὸ ἐμοὶ ἐποιήσατε ἀλλάζει τὰ πάντα. ὁ Ἰησοὺς δὲν καλεῖ νὰ ἀντικατασταθῆ ὁ θρησκευτικὸς-νομικὸς πολιτισμὸς ἀπὸ ἕναν ἀγαπησιάρικο ἀνθρωπιστικὸ πολιτισμὸ τῆς ἀλληλοβοήθειας, ἕναν καλύτερο πολιτισμό, μιὰν Πολιτεία τοῦ Θεοῦ. ὁ Ἰησοὺς ἀντίθετα ζητᾶ νὰ ἀσχοληθοῦμε μαζί του, νὰ τὸν περιθάλψουμε, νὰ τὸν κάνουμε μοναδική μας μέριμνα. δὲν ζητᾶ τάξη (μιὰ ψυχοπονιάρικη καὶ “δίκαιη” βέβαια τάξη)· ζητᾶ ἀποκλειστικότητα, ζητᾶ τὸ δίκιο τοῦ ἐρωτευμένου: μὲ μένα θέλω νὰ ἀσχολῆσαι ὅλην τὴν ὥρα. κι ὁ ἐρωτευμένος εἶναι πάντα “ἄδικος”· δὲν ἀναγνωρίζει στὸν ἄλλο οὔτε ἠθικὴ ἀκεραιότητα, οὔτε καλὲς προθέσεις, οὔτε θρησκευτικὴ ἢ κοινωνικὴ εὐπρέπεια· ἀναγνωρίζει καὶ δικαιώνει μόνο ἕνα πράγμα: ἀνταπόκριση. σὲ μιὰ τέτοια κρίση δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ κανένα πολιτισμικὸ παράδειγμα, κανένας Νόμος καὶ καμμιὰ Τάξη. κι αὐτὸ δὲν εἶναι μιὰ λογικὴ ἀνωμαλία τοῦ συγκεκριμένου εὐαγγελικοῦ χωρίου· συνεχῶς ὁ Ἰησοὺς τὸ φανερώνει μὲ διάφορους τρόπους σὲ ὅλην του τὴν πορεία μέχρι τὸν Σταυρό. θυμίζω τὴν ἀπαίτησή του στὸν νεαρὸ νομικὸ νὰ ἐγκαταλείψη ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα (πὰ' νὰ πῆ ὅλην τὴν τακτοποιημένη του ζωὴ) καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήση (στὸ πουθενά;), μὲ τὴν παρότρυνση νὰ ἀφήση τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς τους. αὐτὴ εἶναι ἡ τελεσίδικη κρίση τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὸν πολιτισμό: ἕνας κόσμος νεκρῶν ποὺ διευθετοῦν τὴν νέκρωσή τους!



Γιὰ τοῦτο, ἂν καὶ τὸ “ἠθικὸ μήνυμα” τοῦ εὐαγγελίου ἔβρισκε πάντα πρόθυμα αὐτιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν, ἐλάχιστοι (καὶ μάλιστα μεταξὺ τῶν “χριστιανῶν”) κάνουν τὸν Χριστὸ ἀναφορὰ στὴν ζωή τους. γιὰ τοῦτο καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοὺς προειδοποιεῖ ὅσους θὰ τὸν ἀκολουθήσουν ὅτι ὁ Κόσμος θὰ τοὺς μισήση, μόνο καὶ μόνο γιατὶ τὸν ἀκολουθοῦν, χωρὶς κανένα ἄλλο ἔγκλημα. γιατὶ ὁ Ἰησοὺς κρίνει τὸν Κόσμο, τὸν Πολιτισμό, μὲ μόνη τὴν παρουσία του.







1. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε τὴν σοφία νὰ τοποθετήση τὸ ευαγγελικὸ αὐτὸ χωρίο στὴν ἀρχὴ τῆς περιόδου μετανοίας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. εἶναι καλὸ ἐδῶ νὰ ἐπισημάνουμε τὶς τρεῖς διαφορετικὲς ἐκδοχὲς νοήματός της, μὲ βάση ὅσα παραπάνω εἴπαμε: 

[α] στὸν κόσμο τοῦ θρησκευτικοῦ πολιτισμοῦ ἡ μετάνοια σχετίζεται μὲ τὴν ἐνοχὴ τοῦ Νόμου, μὲ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἀταξία στὴν Τάξη·

[β] στὸν ἀνθρωπιστικὸ πολιτισμὸ τῆς ἀλληλοβοήθειας ἡ μετάνοια δηλώνεται μὲ τὸν ἀκτιβισμὸ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης·

[γ] στὴν κατάσταση τῆς ἐδῶ καὶ τώρα μεσσιανικῆς κρίσης τοῦ Κόσμου ἡ μετάνοια εἶναι μιὰ διαρκὴς δοξολογία τοῦ ἀγαπημένου στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ. (Ἐδῶ ὀφείλω μιὰν ἀπάντηση στοὺς δίκαιους τῶν ἐθνῶν ποὺ σωστὰ λένε ὅτι τὸ μήνυμα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι καλὸ καὶ ἅγιο ἀλλὰ δὲν δίνει πολιτικὴ ἀπάντηση στὸ κοινωνικὸ πρόβλημα καθὼς θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀποδεχθοῦν ὅλοι, κι ὄχι ἁπλὰ οἱ πολλοί, γιὰ νὰ ἔχη πραγματικὸ κοινωνικὸ ἀποτέλεσμα, πράγμα βεβαίως ἀδύνατον. ἔχουν βέβαια δίκιο· ἄλλωστε παραπάνω ὑποστηρίξαμε μὲ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι ὁ Ἰησοὺς δὲν καλεῖ σὲ ἕναν νέο πολιτισμὸ καὶ ἔχει ἐπίγνωση τῆς κριτικῆς τους. ὅμως πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε μία ἰδιαίτερη διάσταση στὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ: αὐτὸ τὸ ὅλοι στὸν Ἰησοῦ δὲν ἔχει ἀριθμητικὸ νόημα, γιατὶ τὸ ὅλον τῆς ἀνθρωπότητας ὑποστασιοποιεῖται πάντα σὲ κάθε ἕνα ἰδιαίτερο πρόσωπο· ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων...)





2. Γνωρίζω ὅτι οἱ πολλοὶ θὰ ρωτήσουν· καὶ τί εἶναι τοῦτο τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον [25:41] τὸ τῆς αἰωνίου κολάσεως [25:46] ποὺ περιμένει ὅσους δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὸ κάλεσμά του.

Κατὰ πρῶτον θέλω νὰ πῶ ὅτι κανεὶς τίμιος μὲ τὸν ἑαυτό του ἄνθρωπος δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ὑποστηρίξη ὅτι μπορεῖ νὰ γνωρίζη μὲ ἀκρίβεια τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἔκφρασης, ἀφοῦ ὁ ἴδιος αὐτὸς ποὺ τὴν εἶπε δὲν φρόντισε νὰ τὴν διευκρινήση. οὔτε ἐγὼ βέβαια θὰ τολμοῦσα νὰ φανῶ τόσο γελοῖος ὥστε νὰ καταλήξω νὰ περιγράφω πράγματα τῆς φαντασίας μου σὰν αἰώνιες ἀλήθειες. ὅμως ἡ παραπάνω ἑρμηνευτική μου προσέγγιση μοῦ ἐπιτρέπει μιὰν ἀλληγορία: ὁ Ἰησοὺς καλεῖ τοὺς φίλους του σὲ ζωὴ αἰώνιο, ἄρα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀντίθετα ὅσοι δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὸ κάλεσμα τῆς φιλίας του θὰ στερηθοῦν αὐτὴν τὴν ζωή, δηλαδὴ θὰ βιώσουν μιὰ νέκρωση αἰώνια. αὐτὴ ὅμως ἤδη ἔχει περιγραφεῖ στὸ κάλεσμα τοῦ νεαροῦ νομικοῦ σὰν ἡ κατάσταση τοῦ Κόσμου καὶ μιᾶς καὶ ὁ λόγος ἀφορᾶ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν στάση τῶν ἀκροατῶν του, θὰ μποροῦσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸ τὸ πῦρ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἠθελημένη τους παραμονὴ σὲ αὐτὴν τὴν ἐνθαδικὴ ζωή, ποὺ συχνὰ-πυκνὰ οἱ ἴδιοι καλοῦμε “κόλαση”. (θυμίζω ἐδῶ ὅτι γιὰ τοὺς νεκροὺς δὲν αἰτούμαστε σωτηρία ἀλλὰ ἀνάπαυση αἰώνια. ἀπὸ τί; ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ζωῆς; ἢ ἀπὸ τὴν ἀνιαρὴ κόλαση τοῦ πολιτισμοῦ τῶν νεκρῶν; μόλις χθὲς ἀκούσαμε στὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας,

Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν,

καὶ τὸ συμφέρον πᾶσιν ἀπονέμων μόνε Δημιουργέ,

ἀνάπαυσον Κύριε τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου·

...τί νὰ σχολιάση κανεὶς ἐδῶ;)