2. ως μη, η ριζοσπαστική πολιτική πρόταση της Γραφής

Κάθε ριζοσπαστική πολιτική ιδεολογία έχει να αντιμετωπίσει το δίλημμα της ελευθερίας: η ανατροπή του νόμου, σαν πηγή προσωπικής ανελευθερίας, οδηγεί άφευκτα σε νέες μορφές νομικής ανελευθερίας, μέσα από διαδικασίες βίας (όπου βία η μήτρα του νόμου). Αυτό είναι γνωστό σε κάθε ριζοσπάστη που οραματίζεται μια “νέα” ηθική (=νομική) τάξη που θα αντικαταστήσει την “παλαιά”, ακόμη και αν αποφεύγει να το αγγίξει (γιατί τότε θα έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ριζοσπαστική του ταυτότητα, την ηθική του αυτοδικαίωση). Η συνέχεια είναι γνωστή σε καθένα από μας που έχει μια στοιχειώδη ιστορική ενημέρωση: το κάλεσμα για ισότητα και ελευθερία να καταλήγει σύντομα σε νέες μορφές ανισότητας και ανελευθερίας.
Η απάντηση της Γραφής σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι απλή, δεν είναι μία ηθική συνταγή, (όπως ήδη έχει εδώ αναφερθεί). Ομως υπάρχει ένα σημείο όπου αυτή η απάντηση αποκτά μια πυκνή θεωρητική τοποθέτηση:
“αυτό έχω να σας πω αδέλφια μου, ο καιρός είναι μετρημένος· γι'αυτό, και όσοι είναι έγγαμοι ας είναι ως μη έγγαμοι, και όσοι πενθούν ως μη πενθούντες, και όσοι χαίρονται ως μη χαίροντες, και όσοι αγοράζουν ως μη ιδιοκτήτες, και όσοι χρησιμοποιούν αυτόν τον κόσμο ως μη κυρίαρχοι· γιατί πεθαίνει αυτός ο κόσμος. και θέλω να είστε ελεύθεροι από τις μέριμνες.” [1Κορ.7:29-32]
Εδώ ο Παύλος, αφού έχει ερωτηθεί από την εκκλησία της Κορίνθου για θέματα καθημερινής ηθικής (αστικού δικαίου), απαντά με τον τρόπο της μεσσιανικής αποκάλυψης της Γραφής: ούτε υποτασσόμαστε στα σχήματα αυτού του κόσμου, ούτε αναζητούμε την ουτοπία της αλλαγής του, γιατί γνωρίζουμε ότι κάθε “νέα” τάξη δεν θα είναι παρά μία ακόμη νομική-ηθική τακτοποίηση του θανάτου που αυτός ο κόσμος κουβαλά μέσα του σαν γενετική του ασθένεια.
Η στάση αυτή του Παύλου
[α] ΔΕΝ είναι υποταγή στην κοσμική πραγματικότητα—όταν καλεί σε έμπρακτη καθημερινή άρνηση της ιδιοκτησίας (dominium), ουσιαστικά προκαλεί την ακύρωση της πηγής του Ρωμαϊκού κράτους, του Ρωμαϊκού νόμου,
[β] ΔΕΝ είναι κάλεσμα σε ατομική “πνευματική” απόσυρση, αφού δεν αρνείται την καθημερινή χρήση-βίωση της πραγματικότητας,
[γ] αλλά, ΔΕΝ είναι και κάλεσμα σε επαναστατική αλλαγή της πολιτικής τάξης, καθώς γνωρίζει ότι κάθε νόμος, κάθε ηθικό σύστημα, κάθε κοινωνικό φαντασιακό, είναι συντήρηση ενός κόσμου που πεθαίνει.

Ο Παύλος δεν έχει ανάγκη να προπαγανδίσει μια κοινωνική ουτοπία γιατί μένει συνεπής στις προϋποθέσεις της εκκλησιαστικής του εμπειρίας όπου “δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Ελληνας, ούτε δούλος ούτε ελεύθερος, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα· αλλά όλοι είστε ένας εν Χριστώι Ιησού” [Γαλ.3:28], όπου δηλαδή δεν υφίσταται καμμιά διάκριση, ούτε εθνική, ούτε νομική, ούτε φυσική. Οποιος, λοιπόν, θέλει να βιώνει αυτήν την εκκλησιαστική εμπειρία δεν μπορεί παρά να σχετικοποιεί στην καθημερινότητα κάθε ψυχολογικό, νομικό ή ηθικό δεδομένο ως μη τέτοιο. Με άλλα λόγια, ο Παύλος δεν καλεί ούτε σε υποταγή ούτε σε επανάσταση, αλλά σε μια απειρία προσωπικών καθημερινών μικρο-επαναστάσεων, σε έναν υπερ-συνειδητό μηδενισμό συμμετοχής στην καθημερινότητα.
Αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να λεχθεί αν δεν είχε τεθεί ήδη το κριτήριο του σαρκωμένου Λόγου:
“κάλεσε [ο Ιησούς] ένα παιδάκι και το έβαλε να σταθεί ανάμεσα από τους μαθητές του και είπε: Αλήθεια σας λέω, αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν έχετε θέση στην βασιλεία των ουρανών.” [Μθ.18:2-3]